- βούστροφο
- το (AM βούστροφος, -ον)νεοελλ.μέρος αγρού όσο μπορεί να οργώσει ένα ζευγάρι βοδιών σε μια μέρα(αρχ. -μσν.) χωράφι οργωμένο από βόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βούστροφο < αρχ. βούστροφος < βους + -στρόφος < στρέφω].
Dictionary of Greek. 2013.